πρωταρχινώ

πρωταρχινώ
(αόρ. (ε)πρωτάρχισα) см. πρωταρχ(ιν)ίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωταρχινώ" в других словарях:

  • πρωταρχινώ — βλ. πρωταρχίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»